λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Συγκεκριμένα, η ισπανική παραγωγή δεν θα ξεπεράσει τους 923.000 τόνους (-20%), ενώ, ας σημειωθεί, τα προηγούμενα χρόνια έχουν αυξηθεί οι φυτεύσεις λεμονιών στη χώρα, η οποία είναι δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός μετά την Αργεντινή και κυρίαρχη στις εξαγωγές επιτραπέζιου λεμονιού.
Οι δύο κύριες ποικιλίες της είναι η Fino (70%), η οποία ως επί το πλείστον απορροφάται από τη μεταποίηση, και η Verna (30%). Η ζήτηση που επέδειξε η αγορά, από κοινού με τη μειωμένη παραγωγή, ενίσχυσαν τις τιμές. Έτσι, η μέση τιμή παραγωγού για τις πρώτες δεκαέξι εβδομάδες του 2020 στα 43 λεπτά/κιλό.
Στην Ιταλία, η Σικελία κρατάει τα σκήπτρα της καλλιέργειας λεμονιού, με το 88% των οπωρώνων εκεί. Πέντε είναι οι κυρίαρχες ποικιλίες, μεταξύ των οποίων η πρώιμη Interdonato, η οποία καλλιεργείται και στην Ελλάδα. Η παραγωγή του ιταλικού λεμονιού είναι επίσης μειωμένη φέτος, κατά 5,7%, υπολογιζόμενη σε 383.000 τόνους.
Αντίθετα, σταθερή, σε 88.500 τόνους, είναι η παραγωγή που αποδίδεται στην Ελλάδα. Η κυρίαρχη καλλιέργεια είναι τα Μαγληνά, «ιδιαιτέρως αρωματικά, με κάπως πικρό χυμό», όπως αναφέρεται στην έκθεση του USDA, και ακολουθούν τα πρώιμα Interdonato και Eureka. Η κατανάλωση λεμονιού ανέρχεται κατά κεφαλήν σε 3 κιλά τον χρόνο και καταναλώνονται κυρίως ως επιτραπέζια και λιγότερο σε χυμό.
Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τη βιομηχανία, η Ισπανία είναι η δεύτερη παγκοσμίως χώρα σε παραγωγή λεμονιών που προορίζονται για τη μεταποίηση και το 20%-25% της παραγωγής της απορροφάται από αυτή. Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα βασίζεται όλο και περισσότερο στις εισαγωγές χυμού λεμονιού για τις ανάγκες της κατανάλωσης αναψυκτικών.