Τι γίνεται σε αποχή ή λευκά στο 50%+1 ψήφο ή σε διασπορά ψήφων σε μικρά κόμματα

Τι γίνεται σε αποχή ή λευκά στο 50%+1 ψήφο ή σε διασπορά ψήφων σε μικρά κόμματα

Η ΛΕΥΚΗ ΨΗΦΟΣ

«Η λευκή ψήφος είναι έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας, για αυτό θεωρείται έγκυρη ψήφος» ή «η λευκή ψήφος πάει στο πρώτο κόμμα…..»

Η ιστορία της λευκής ψήφου είναι πολυκύμαντη, και αυτό διότι μέχρι πρόσφατα υπήρχε διχογνωμία στην Νομολογία των Δικαστηρίων για το αν η λευκή ψήφος προσμετρείται στις έγκυρες. Το θέμα που δημιουργείται με την προσμέτρηση των λευκών, μπορεί να συσχετίζεται με τον χαρακτήρα της λευκής ψήφου, δεν υπολείπεται όμως άμεσων συνεπειών στην διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου. Το εκλογικό μέτρο για την κατανομή εδρών σε μια εκλογική περιφέρεια προκύπτει από το άθροισμα όλων των έγκυρων ψήφων, διά του αριθμού των εδρών της περιφέρειας αυτής. Αν στις έγκυρες ψήφους προσθέσουμε και τις λευκές τότε αυξάνει το εκλογικό μέτρο και αντίστοιχα ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που θα πρέπει να διαθέτει κάθε κόμμα για πάρει μια έδρα στην περιφέρεια αυτή.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δυσχεραίνονταν τα μεγαλύτερα κόμματα στο να παίρνουν περισσότερες έδρες σε μία περιφέρεια, και θα δυναμώνονταν εμμέσως τα μικρά κόμματα. Έχοντας υπόψη αυτήν την πρακτική συνέπεια που επιφέρει η προσμέτρηση των λευκών ψήφων στις έγκυρες το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (δικάζον ως Εκλογοδικείο) με την υπ’ αριθμ. 12/2005 απόφαση του έκρινε ότι η λευκή ψήφος δεν αποτελεί στατιστική καταγραφή διαμαρτυρίας, αλλά έκφραση του κυρίαρχου λαού και της βούλησης των εκλογέων για μη επιλογή των προτεινόμενων υποψηφίων, συνεπώς θα πρέπει να θεωρείται ως έγκυρη και να προσμετρείται ως ισόκυρη με τις υπόλοιπες έγκυρες ψήφους στην διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου, αλλιώς θα παραβιάζεται η αρχή της ισότητας της ψήφου.

Ο παντοδύναμος όμως νομοθέτης, κάνοντας χρήση της δυνατότητας του για αυθεντική ερμηνεία των νόμων (άρθρο 77 Σ) με τον Νόμο Παυλόπουλου 3434/06 ανέτρεψε την νομολογία του ΑΕΔ και επανέφερε την παλαιότερη νομολογία του ΣτΕ, ορίζοντας πλέον ότι τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρούνται στα έγκυρα και τούτο διότι δεν αποτελούν προτίμηση προς έναν υποψήφιο ή συνδυασμό. Ο αποκλεισμός των λευκών από την καταμέτρηση, στηρίζεται στην αμφισβητούμενη θεωρία ότι κάθε ψήφος φέρει την λειτουργία της ψηφοφορίας στην οποία ασκείται, δηλαδή ψήφος σε δημοψήφισμα είναι ψήφος-απόφαση, ενώ ψήφος σε εκλογές είναι ψήφος-αντιπροσώπευση. Άρα εφόσον η ψήφος σε εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων δεν λειτουργεί προς την αντιπροσώπευση κάποιου υποψηφίου, τότε δεν μπορεί να συμμετέχει στην διαμόρφωση του αποτελέσματος της αντιπροσώπευσης διότι αν ήθελε ο εκλογέας να συμμετείχε στο αποτέλεσμα θα εκδήλωνε ρητά την βούληση του.

Συνέπεια αυτής της αλλαγής του εκλογικού νόμου, είναι ότι πλέον η λευκή ψήφος δεν συνυπολογίζεται στην διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου και ως εκ τούτου δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα στον επηρεασμό της δύναμης των κομμάτων, ούτε στα μεγαλύτερα ούτε στα μικρότερα. Η μόνη συνέπεια που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε είναι ότι πέρα από το πολιτικό μήνυμα που εμπεριέχει η λευκή ψήφος, η μη προσμέτρηση της στα έγκυρα την ισοδυναμεί πρακτικά με αποχή. Άρα ενισχύει αναλογικά τα κοινοβουλευτικά κόμματα καθότι μειώνονται οι απαιτούμενες ψήφοι για να κατοχυρώσουν μία έδρα σε σχέση με την περίπτωση που αντί για λευκό ο εκλογέας ψήφιζε κάποιο κόμμα.

51% ΛΕΥΚΑ ή ΑΠΟΧΗ

«…Στην περίπτωση που οι λευκές ψήφοι/αποχή ξεπεράσουν το 50% συν 1 του εκλογικού σώματος τότε οι εκλογές επαναλαμβάνονται….» ή «…τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με βάση την αρχή της Δεδηλωμένης, πρέπει να διαλύσει τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς, να ορίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση και να δώσει εντολή σχηματισμού νέων πολιτικών σχηματισμών προκειμένου να εκφράσουν την λαϊκή βούληση»

Αν οι λευκές ψήφοι ξεπεράσουν το 50% δεν επιφέρουν καμία έννομη συνέπεια και ο λόγος είναι ότι βάσει του άρθρου 1 του Ν. 3434/06 δεν προσμετρούνται στο εκλογικό αποτέλεσμα με τις έγκυρες. Άλλωστε πουθενά στο Σύνταγμα ή σε Νόμο, δεν προβλέπεται επανάληψη των εκλογών λόγω αποχής ή λευκών ψήφων ακόμα και αν αυτά φτάσουν και το 90%. Απλά στις περιπτώσεις αυτές θα ετίθετο το ζήτημα της έλλειψης πολιτικής νομιμοποίησης του εκλογικού αποτελέσματος, όχι όμως και της νομιμότητας αυτού.

Βέβαια η ουσιαστική νομιμοποίηση μια έννομης τάξης, δεν προκύπτει μόνον από την τήρηση του Θεμελιώδους Νόμου (του Συντάγματος) αλλά και από την συναίνεση των κυβερνωμένων σε αυτήν, συναφώς μια δυσαρμονία του εκλογικού σώματος προς την κυβέρνηση δημιουργεί έλλειμμα Δημοκρατίας.

Όσον αφορά τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αυτές είναι περιορισμένες βάσει του Συντάγματος και σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα διάλυσης των κομμάτων, τα οποία θεωρούνται δικαϊκά αυθύπαρκτοι οργανωμένοι πολιτικοί σχηματισμοί με πολιτειακούς σκοπούς. Τα κόμματα προστατεύονται από το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1 εδ. 1, καθότι υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αποτελώντας την οργανωμένη έκφραση της λαϊκής βούλησης. Ως εκ τούτου η νομολογία και η θεωρία, τα θεωρεί υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων βάσει δεσμού δημοσίου δικαίου (άρθρο 29 Σ) αλλά αναγνωρίζει ότι η αυτονομία της δράσης τους ευρίσκεται στο πεδίο της ιδιωτικής βούλησης των μελών τους, και όχι του Κράτους, μιας και στην τελευταία περίπτωση κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με νόθευση της ελεύθερης λειτουργίας της Δημοκρατίας.

Η ΨΗΦΟΣ ΣΕ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

«Η ψήφος στα μικρά κόμματα μειώνει την δύναμη των μεγάλων κομμάτων» ή «ψήφος στα μικρά κόμματα βοηθά στην αλλαγή του συστήματος»

Ενώ για την κατανομή των εδρών σε μια περιφέρεια το εκλογικό μέτρο προκύπτει από τις έγκυρες ψήφους διά των αριθμό των εδρών της περιφέρειας, για την κατανομή των εδρών σε ολόκληρη την επικράτεια και την εξαγωγή του ποσοστού της δύναμης κάθε κόμματος, το εκλογικό μετρό προκύπτει βάσει του εκλογικού νόμου από τον αριθμό των έγκυρων ψήφων όσων κομμάτων συγκέντρωσαν άνω του 3% (το ελάχιστο όριο για την είσοδο στην Βουλή) διά του αριθμού 250. Συνολικά οι έδρες του Κοινοβουλίου είναι 300, ο εκλογικός νόμος Παυλόπουλου 3636/08 προβλέπει σύστημα απλής αναλογικής για τις 250 έδρες (238 + 12 επικρατείας) και πλειοψηφικό σύστημα για τις επόμενες 50 στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως της διαφοράς αυτού από το δεύτερο, με σκοπό πάντα την δημιουργία σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (ο προηγούμενος νόμος Σκανδαλίδη προέβλεπε 40).

Για να δικαιούται ένα κόμμα έδρες θα πρέπει να έχει ξεπεράσει το όριο του 3%, στην περίπτωση που δεν έχει ξεπεράσει το όριο αυτό, οι ψήφοι του κόμματος αυτού δεν υπολογίζονται στο εκλογικό μέτρο μιας και δεν συμμετέχει με το σύστημα της απλής αναλογικής στις 250 έδρες. Αυτό έχει ως συνέπεια οι ψήφοι των μικρών κομμάτων που δεν μπαίνουν στην Βουλή να επηρεάζουν το εκλογικό μέτρο υπέρ της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος, παρέχοντας του ευκολότερα το bonus των 50 βουλευτών.

Έτσι αν οι συνολικές ψήφοι των κομμάτων που δεν συγκεντρώσουν το όριο, είναι το 10% των εγκύρων ψήφων (4 κόμματα με 2,5%) τότε το εκλογικό μέτρο για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος μειώνεται από 40,5% σε 38%, εάν πάλι οι ψήφοι αυτές ξεπεράσουν το 15%, το ποσοστό μειώνεται ακόμα περαιτέρω. Συνεπώς ακόμα και με <40% το πρώτο κόμμα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση 151 βουλευτών και αυτό διότι βάσει εκλογικού νόμου ευνοείται από τις ψήφους των κομμάτων που δεν συγκέντρωσαν 3%.Επιπλέον ακόμα και αν το πρώτο κόμμα δεν πάρει ούτε 30%, τότε μπορεί μαζί με το bonus 50 εδρών που παίρνει σε κάθε περίπτωση, να συνεργαστεί με ένα άλλο κόμμα, ώστε με συνολικό ποσοστό 40% και των δύο κομμάτων, να υπάρχει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Ενώ στην περίπτωση της ψήφου σε μικρά κόμματα που δεν συγκεντρώνουν το 3% ενισχύεται το πρώτο κόμμα, στην περίπτωση της ψήφου σε μικρά κόμματα που όμως μπαίνουν στην Βουλή, τα πράγματα αλλάζουν. Όσα περισσότερα κόμματα εισέλθουν στην Βουλή τόσο δυσκολότερο καθίσταται για το πρώτο κόμμα να πάρει αυτοδυναμία και αυτό διότι οι ψήφοι των κομμάτων αυτών υπολογίζονται στο εκλογικό μέτρο, μειώνοντας έτσι τα ποσοστά των μεγάλων κομμάτων.

Συνεπώς καθίσταται δυσκολότερο για τα μεγάλα κόμματα να αποκτήσουν αυτοδυναμία, ούτως προκύπτει μια πολυκομματική Βουλή με 6 ή 8 κόμματα η οποία ωθεί στην δημιουργία συνεργασιών ώστε να μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, αναδιατάσσοντας το πολιτικό σκηνικό. Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι η ψήφος σε μικρό κόμμα διαφέρει ανάλογα με το αν αυτό καταφέρει να μπει ή όχι στην Βουλή, μιας και στην δεύτερη περίπτωση ουσιαστικά ευνοείται το πρώτο κόμμα το οποίο και παίρνει ευκολότερα αυτοδυναμία.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

«Αν παραιτηθούν οι βουλευτές Επικρατείας και οι αναπληρωματικοί τους, τότε προκηρύσσονται γενικές εκλογές» ή «αν παραιτηθούν όλοι οι βουλευτές ενός κόμματος και οι αναπληρωματικοί τους, τότε προκηρύσσονται γενικές εκλογές»

Σύμφωνα με τον εκλογικό Νόμο εάν μια βουλευτική έδρα κενωθεί και δεν υπάρχει αναπληρωματικός βουλευτής να την αποδεχθεί τότε διενεργούνται αναπληρωματικές (επαναληπτικές) εκλογές στην εκλογική περιφέρεια όπου κενώθηκε η έδρα, για την αναπλήρωση αυτής. Αναπληρωματική εκλογή είχαμε το 1992 στην Β’ Αθηνών για μία έδρα, μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα και την άρνηση όλων των αναπληρωματικών του, οπότε και επανελήφθησαν οι βουλευτικές εκλογές στην περιφέρεια αυτή για την άδεια έδρα.

Ο εκλογικός νόμος όμως δεν διαχωρίζει το τι προβλέπεται για τις έδρες των βουλευτών Επικρατείας. Έτσι στην περίπτωση που παραιτηθούν βουλευτές Επικρατείας αλλά και οι αναπληρωματικοί τους, εφαρμόζεται η πρόβλεψη του εκλογικού νόμου για αναπληρωματικές εκλογές στην εκλογική περιφέρεια, που εν προκειμένω είναι όλη η επικράτεια. Οι εκλογές αυτές θα περιλαμβάνουν μόνον την αναπλήρωση των συγκεκριμένων κενών εδρών και όχι όλων των εδρών επικρατείας, δηλαδή αν κενωθούν 2 έδρες επικρατείας ενός κόμματος θα γίνουν εκλογές επικρατείας με την συμμετοχή όλων των κομμάτων, μόνο για τις 2 έδρες αυτές.

Τα πράγματα όμως αλλάζουν στην περίπτωση παραίτησης όλων των Βουλευτών ενός κόμματος και των αναπληρωματικών τους, σε αυτήν την περίπτωση θα διενεργηθούν τόσες αναπληρωματικές εκλογές όσες είναι οι εκλογικές περιφέρειες στις οποίες είχε έστω και μία έδρα το κόμμα αυτό. Πρακτικά βέβαια κανένα κόμμα δεν έχει έστω και μια έδρα σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας, και τούτο διότι υπάρχουν οι μονοεδρικές περιφέρειες όπου ένα άλλο κόμμα μπορεί να έχει την μία έδρα της περιφέρειας αυτής. Συνεπώς ακόμα και αν παραιτηθούν οι Βουλευτές ενός μεγάλου κόμματος δεν θα είχαμε ποτέ την διεξαγωγή αναπληρωματικών εκλογών σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας όπως στις Εθνικές εκλογές.

Ενώ όμως οι αναπληρωματικές εκλογές είναι υποχρεωτικές βάσει του εκλογικού νόμου, το Σύνταγμα προβλέπει μια περίπτωση στην οποία δεν χρειάζεται να πληρωθούν οι κενές έδρες μειώνοντας αυτοδικαίως και τον αριθμό των Βουλευτών. Έτσι στο άρθρο 53 παρ 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ

«Η ψήφος είναι υποχρεωτική, οι παραβάτες υφίστανται κυρώσεις εφόσον δεν υπάρχει λόγος ανωτέρας βίας ή μεγάλη χιλιομετρική απόσταση.»

Μέχρι το 2001 στο κείμενο του Συντάγματος στο άρθρο 51 παρ. 5 υπήρχε η εξής διάταξη: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Νόμος ορίζει κάθε φορά τις εξαιρέσεις και τις ποινικές κυρώσεις». Όμως με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 αφαιρέθηκε η τελευταία φράση περί κυρώσεων και διατηρήθηκε μόνον η εξαγγελία περί υποχρεωτικότητας της ψήφου, καθιστώντας έτσι την διάταξη αυτή ατελή. Ατελής διάταξη (leximperfecta) κατά το Δίκαιο ονομάζουμε έναν κανόνα δικαίου που στερείται κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή υποχρεωτικότητας μέσω συστήματος κυρώσεων ή άλλων διατυπώσεων, και πρακτικά εννόμων συνεπειών. Έτσι με την απαλοιφή στο Σύνταγμα της δυνατότητας έκδοσης εκτελεστικού νόμου για την υποχρεωτικότητα της ψήφου, υπερισχύει η διάσταση της ψήφου ως δικαιώματος παρά ως πολιτειακής υποχρέωσης του εκλογέα για την εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας.

Αυτό έχει ως συνέπεια ότι πλέον κάθε νόμος ή διάταξη που προβλέπει κυρώσεις, να στερείται Συνταγματικού ερείσματος και συνεπώς να τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των. Έτσι οι κυρώσεις που συνεχίζει να προβλέπει το αρ. 117 του ΠΔ 26/2012 στερούνται νομιμότητας καθότι το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει πλέον, τον δια νόμου, περιορισμό του δικαιώματος της ψήφου, είτε με την θετική του διάσταση (συμμετοχή) είτε με την αρνητική του διάσταση (αποχή). Συνεπώς η θέσπιση εξαιρέσεων για την εκλογή (ηλικία άνω των 70, ή απόσταση άνω των 200χλμ) αλλά και οι κυρώσεις που προβλέπει ο εκλογικός νόμος, λογίζονται ως παραινετικές όπως και η συνταγματική διάταξη στην οποία στηρίζονται. Για τον λόγο αυτό από το 2001 μέχρι και σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ στην πράξη, αλλά και ούτε θα μπορούσαν μιας και στερούνται πλέον κανονιστικότητας ή εκτελεστότητας,

ΟΙ ΚΡΥΦΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

– Συνασπισμοί Κομμάτων

Όπως αναφέραμε παραπάνω ο εκλογικός νόμος στα πλαίσια του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής δίνει bonus 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι ότι το bonus αυτό μπορεί να δοθεί και σε έναν συνασπισμό κομμάτων εφόσον ο μέσος όρος των κομμάτων που τον απαρτίζουν λάβει μεγαλύτερο ποσοστό από ένα αυτοτελές κόμμα. Ωστόσο όταν ο νομοθέτης αναφέρεται σε μέσο όρο, εννοεί στο άρθρο 99 του ΠΔ 26/2012 το συνολικό ποσοστό του συνασπισμού δια του πλήθους των κομμάτων αυτού, άρα εάν ένας συνασπισμός πάρει συνολικά 50% αλλά απαρτίζεται από 5 κόμματα ο μέσος όρος του είναι μόλις 10%!

– Πρώην Πρωθυπουργοί

Πέρα από την σκανδαλώδη εύνοια υπέρ αυτοτελών κομμάτων ο εκλογικός νόμος δείχνει και μια σκανδαλώδη εύνοια υπέρ των υποψηφίων πρώην πρωθυπουργών. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ 8 του ΠΔ 26/2012 εάν σε κάποια εκλογική περιφέρεια κατεβαίνει υποψήφιος πρώην πρωθυπουργός τότε αυτός λογίζεται κατά αμάχητο τεκμήριο ότι λαμβάνει όλες τις ψήφους του συνδυασμού στην περιφέρεια αυτή. Με αυτό τον τρόπο οι πρώην πρωθυπουργοί αποκλείουν έτσι τους λοιπούς υποψηφίους από την πρώτη θέση εκλογιμότητας, όπως είδαμε και το 2004 με τον Κ. Σημίτη να παίρνει την έδρα του Πειραιά από τον Π. Φασούλα.

– Εκλογές με λίστα

Ο εκλογικός νόμος περιέχει και την πρόβλεψη ότι εφόσον επαναπροκηρυχτούν εκλογές μέσα σε 18μήνες από τις προηγούμενες, τότε αυτές θα γίνουν με δεσμευμένη λίστα υποψηφίων όπως έγιναν οι εκλογές του 1985. Το ΠΔ 152/1985 στο οποίο και ρητά παραπέμπει ο εκλογικός νόμος στο άρθρο 72 παρ 11 του ΠΔ 26/2012, προβλέπει ότι Βουλευτές εκλέγονται οι πρώτοι κατά σειρά υποψηφία, της λίστας του ψηφοδελτίου όπως θα την καθορίσει το κόμμα ανά εκλογική περιφέρεια, και όχι οι πρώτοι σε σταυρούς προτίμησης. Πρόκειται δηλαδή για μια αντίστοιχη πρόβλεψη της διαδικασίας εκλογής των βουλευτών επικρατείας οι οποίοι και εκλέγονται ανάλογα με το ποσοστό κάθε κόμματος, κατά σειρά από λίστα υποψηφίων που αυτό καταρτίζει.

– Υπηρεσιακή Κυβέρνηση

Ένα επίσης στοιχείο που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι η υποχρέωση σύστασης υπηρεσιακής κυβέρνησης ή έστω αντικατάστασης συγκεκριμένων υπουργών με υπηρεσιακούς για την διενέργεια των εκλογών. Έτσι κατά το παρελθόν είδαμε να αλλάζουν με την προκήρυξη των εκλογών ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης ή και Τύπου με αντίστοιχους εξωκοινοβουλευτικούς, με την αιτιολογία της διασκέδασης κάθε φόβου για τυχόν κυβερνητική παρέμβαση στο έργο των εκλογών. Αυτό όμως που δεν ξέραμε είναι ότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε ο Εκλογικός Νόμος θεσπίζουν μια τέτοια υποχρέωση, έτσι η πρακτική αυτή των τελευταίων ετών ανάγεται σε Συνταγματικό Έθιμο. Συνταγματικό έθιμο είναι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, με την πεποίθηση τήρησης κανόνα δικαίου, για την αντιμετώπιση κενών του Συντάγματος συμπληρωματικά. Έτσι η αντικατάσταση των μελών της κυβέρνησης με υπηρεσιακούς για την διενέργεια εκλογών, αποτελεί την Λυδία Λίθο της ωριμότητας και ουδετερότητας του πολιτικού μας συστήματος και του Συνταγματικού μας πολιτισμού.

Το κείμενο βασίζεται σε συνέντευξη του Κ. Ν. Κατσανέβα [Δικηγόρος, LL.M. Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου] 

 


Print   Email

Related Articles